- ἡμικρανίας
- ἡμικρανίᾱς , ἡμικρανίαpain on one side of the headfem acc plἡμικρανίᾱς , ἡμικρανίαpain on one side of the headfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημικρανικός — ή, ό (AM ἡμικρανικός, ή, όν) [ημικρανία] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στην ημικρανία ως ουσ. αυτός που πάσχει συχνά από ημικρανία αρχ. φρ. «ἡμικρανικὰ φάρμακα» τα φάρμακα κατά τής ημικρανίας … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
τειχοψία — η, Ν ιατρ. μορφή ημικρανίας … Dictionary of Greek
ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… … Dictionary of Greek